ἀφύτευτος — not planted masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφύτευτος — η, ο (AM ἀφύτευτος, ον) αυτός που δεν έχει φυτευθεί … Dictionary of Greek
ἀφύτευτον — ἀφύτευτος not planted masc/fem acc sg ἀφύτευτος not planted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφυτεύτου — ἀφύτευτος not planted masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άβαλτος — η, ο [βαλτός] 1. αυτός που δεν έχει βαλθεί, τοποθετηθεί στη θέση για την οποία προορίζεται 2. (για φυτά, δέντρα) αφύτευτος 3. (για ενδύματα ή υποδήματα) αμεταχείριστος, αφόρετος 4. μτφ. αυτός που ενεργεί αυτόβουλα, χωρίς να είναι όργανο κάποιου… … Dictionary of Greek
ακαμάτης — Ένα από τα πέντε μικρά νησιά που βρίσκονται μπροστά στο λιμάνι του Γαυρίου, της Άνδρου. Με το όνομα αυτό είναι γνωστό και ένα από τα τρία ακρωτήρια, στα οποία τελειώνει προς Α η ακτή του νότιου τμήματος της Άνδρου. Τα άλλα δύο λέγονται Άγιος… … Dictionary of Greek
αλάνα — η [αλάνι] 1. ανοιχτός αφύτευτος και άχτιστος χώρος μέσα σε οικισμό, πλατεία 2. πολύ ευρύχωρος ή εκτεταμένος τόπος … Dictionary of Greek